- αναβατήρας
- [-ήρ (-ήρος)] ο1) подножка (машины, экипажа); 2) подъёмник, лифт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναβατήρας — ( τήρ), ο 1. σκαλοπάτι, σκάλα 2. ανελκυστήρας, ασανσέρ 3. σκαλοπάτι οχήματος, μαρσπιέ 4. ο αναβολέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβαίνω. Η λ. με τη σημασία «σκαλοπάτι οχήματος» μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»] … Dictionary of Greek
αναβατήρας — ο ο ανελκυστήρας, το ασανσέρ: Όλες σχεδόν οι πολυκατοικίες διαθέτουν αναβατήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναβιβαστήρας — ο ο αναβατήρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβιβάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 από τον ταγματάρχη Γρηγ. Χαντσερή, ως απόδοση τού γαλλ. chevrette πρβλ. κ. αναβίβαστρο] … Dictionary of Greek
αναβολέας — Εκείνος που βοηθάει κάποιον να ανέβει σε άλογο. Επίσης, ο σιδερένιος κρίκος που κρέμεται από το εφίππιο, γνωστός και ως σκάλα. Α. λέγεται και ένα είδος χειρουργικού εργαλείου. (Ανατ.) Το μικρότερο από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στο μέσο αφτί… … Dictionary of Greek
αναφορέας — ο (Α ἀναφορεύς) 1. ξύλινος κοντός για τη μεταφορά βαρών που αναρτώνται στο μέσον του και που οι δύο του άκρες στηρίζονται στους ώμους δύο ατόμων, αλλιώς μανέλα νεοελλ. αναβατήρας, εξωτερικό σιδερένιο σκαλοπάτι σε βαγόνι τραίνου ή αμάξι, μαρσπιέ… … Dictionary of Greek
ανεβαίνω — (AM ἀναβαίνω) 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα επάνω 2. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο ή ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, μουλάρι κ.λπ. 3. κατευθύνομαι προς τον Θεό 4. φθάνω στον νου ή στην καρδιά 5. φυτρώνω 6. (για τιμή ή αξία) αυξάνομαι 7. (για ποτάμι)… … Dictionary of Greek
μαρσπιέ — το (άκλιτο) αναβατήρας ή σκαλοπάτι οχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. marchepied < marche «βήμα, βάδισμα» + pied «πόδι»] … Dictionary of Greek
σκάλα — I (Scala). Περίφημο λυρικό θέατρο του Μιλάνου. Χτίστηκε το 1778 από τον Γκιουζέπε Πιερμαρίνι στη θέση της παλιάς εκκλησίας της Σάντα Μαρία αλά Σκάλα και σε αντικατάσταση της παλιάς δουκικής σκηνής, που καταστράφηκε από πυρκαγιά. Τόσο για το… … Dictionary of Greek
τελεσιέζ — το, Ν άκλ. ηλεκτροκίνητος εναέριος αναβατήρας με ατομικά καθίσματα για τη μεταφορά σε βουνοκορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. telesiege] … Dictionary of Greek